- ἀρτιόπλευρος
- ἀρτῐό-πλευρος, ον,A having an even number of sides, of polygons, Archim.Sph.Cyl.1.21,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρτιόπλευρον — ἀρτιόπλευρος having an even number of sides masc/fem acc sg ἀρτιόπλευρος having an even number of sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιοπλεύρου — ἀρτιόπλευρος having an even number of sides masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek